στέρεψη
Смотреть что такое "στέρεψη" в других словарях:
στέρεψη — (I) η, Ν [στερεύω] στέρεμα. (II) η, Ν [στερώ] στέρηση … Dictionary of Greek
στερεύω — και στειρεύω Ν 1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή») 2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω… … Dictionary of Greek