στέρεψη

στέρεψη
η
1) см. στέρηση; 2) см. στέρεμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στέρεψη" в других словарях:

  • στέρεψη — (I) η, Ν [στερεύω] στέρεμα. (II) η, Ν [στερώ] στέρηση …   Dictionary of Greek

  • στερεύω — και στειρεύω Ν 1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή») 2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»